εἰμι (εἶναι)

εἰμι (εἶναι)
+ V 1730-1486-1362-1167-1202=6947 Gn 1,2.6.7.14.15
to be, to exist Gn 1,7; to be [+pred.] Gn 1,2; to be [+adv.] Jb 9,2; to be occupied with [τινος] 2 Chr 30,17;
to have [τινι] Jb 1,12; ἔστι (impers.) it is possible Wis 5,10
Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν I am the one who is, I am the being Ex 3,14; πρὸς ἐμοῦ ἔσται ὁ ἀνήρ μου my husband will be with me or will become attached to me Gn 29,34; ἐσόμεθα τοῦ σῶσαί σε we shall be there to save you 2 Sm 10,11; ἐγώ εἰμι see ἐγώ
*Is 4,5 καὶ ἔσται and it shall be-והיה for MT יהוהyhwh , see also Jl 4,11; *Is 16,4 ἔσονται they shall be-
יהיוfor MT הוי ⋄הוה be
Cf. AERTS 1965, 52-209; HORSLEY 1989, 56; LE BOULLUEC 1989, 92; KILPATRICK 1963=1990 27;
→NIDNTT; TWNT
(→ἀπ-, ἐνεἰμι (εἶναι), ἐξεἰμι (εἶναι), ἐπεἰμι (εἶναι), παρεἰμι (εἶναι), περιεἰμι (εἶναι), συμπαρεἰμι (εἶναι), συμπροσεἰμι (εἶναι), συνεἰμι (εἶναι),,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • εἶναι — εἰμί sum pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԵՄ — (ես, է, էի, իցեմ, ել, ելոյ, ելով, եալ, ելոյ.) NBH 1 0657 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c εἵμι, εἷναι sum, esse (տե՛ս եւ Եղանիմ, Լինիմ, որք լնուն զայլ եւս ժամանակս չէզոքաբար): Էական… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εἶν' — εἶναι , εἰμί sum pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… …   Dictionary of Greek

  • στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”